- φαρετρα
- φαρέτραφᾰρέτραэп.-ион. φᾰρέτρη ἥ колчан Hom., Pind. etc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαρέτρα — φαρέτρᾱ , φαρέτρα quiver fem nom/voc/acc dual φαρέτρᾱ , φαρέτρα quiver fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρέτρᾳ — φαρέτραι , φαρέτρα quiver fem nom/voc pl φαρέτρᾱͅ , φαρέτρα quiver fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρέτρα — Ο όρος προέρχεται από το ρήμα φέρω. Θήκη δερμάτινη, ξύλινη ή μεταλλική, σε σχήμα στενόμακρο, κλειστή από το ένα μέρος και ανοιχτή από το άλλο. Κατά την αρχαιότητα στη φαρέτρα έβαζαν τα βέλη τους οι στρατιώτες που ήταν οπλισμένοι με τόξα. Την… … Dictionary of Greek
φαρέτρα — η δερμάτινη θήκη, όπου οι τοξότες έβαζαν τα βέλη τους, η βελοθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρέτρας — φαρέτρᾱς , φαρέτρα quiver fem acc pl φαρέτρᾱς , φαρέτρα quiver fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρέτραι — φαρέτρα quiver fem nom/voc pl φαρέτρᾱͅ , φαρέτρα quiver fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρέτραν — φαρέτρᾱν , φαρέτρα quiver fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρετρέων — φαρέτρα quiver fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρετρῶν — φαρέτρα quiver fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρέτραις — φαρέτρα quiver fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρέτρη — φαρέτρα quiver fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)